τετύχθαι

τετύχθαι
τετυγμένα, τετυχεῖν, τετυχέσθαι, τέτυξαι, τετύχθαι: see τεύχω.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τετύχθαι — τεύχω make ready perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταίτυξ — καταῑτυξ, υγος, ἡ (Α) περικεφαλαία χαμηλή, κάλυμμα τού κεφαλιού από δέρμα ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος η κατάλ. τού οποίου θυμίζει το ἄντυξ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολογική ερμηνεία τών αρχ. σχολιαστών καταῖτυξ παρὰ τὸ «κάτω τετύχθαι» θεωρείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”